ηλιαστικος

ηλιαστικος
    ἡλιαστικός
    3
    судейский
    

(ὅρκος Dem.)

    ὀβολὸς ἡ. Arph. — судейское жалование;
    γέρων ἡ. Arph. — старый судья


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ηλιαστικος" в других словарях:

  • ηλιαστικός — ἡλιαστικὸς, ή, όν (Α) [ηλιαστής] αυτός που ανήκει ή μοιάζει με τον ηλιαστή ή αρμόζει στον ηλιαστή («ἡλιαστικοῡ γέροντος» δικαστή, μέλους τής ηλιαίας, Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • ἡλιαστικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλιαστικόν — ἡλιαστικός of masc acc sg ἡλιαστικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλιαστικοῦ — ἡλιαστικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»